synost(e)osis

  • 1συνοστέωση — και συνόστωση, η, Ν (ιατρ. φυσιολ.) φυσιολογική ή παθολογική συνένωση δύο γειτονικών οστών με οστίτη ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. synost(e)osis < συν * + ὀστέον / ὀστοῦν + κατάλ. ωσις. Η λ., στον λόγιο τ. συνοστέωσις, μαρτυρείται… …

    Dictionary of Greek

  • 2συνοστεώνομαι — Ν υφίσταμαι συνοστέωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ουσ. συνοστέωση (πρβλ. το αντίστοιχο αγγλ. ρ. synostose < synost[e]osis). Το ρ., στον λόγιο τ. τού απρμφ. συνοστεοῦσθαι, μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου] …

    Dictionary of Greek