.δοκιμή

.δοκιμή

Infobox Top level domain
name=.δοκιμή
background=#D2B48C


introduced=?
type=Proposed generic top-level domain
status=?
registry=?
sponsor=
intendeduse=Greek communities
actualuse=?
restrictions=?
structure=?
document=?
disputepolicy=?
website=http://παράδειγμα.δοκιμή|

.δοκιμή is a proposed Internationalized domain name (IDN). It is a testing domain. The only webpage with this suffix is [http://παράδειγμα.δοκιμή IDNWiki] , which is Greek IDN Wikipedia.

See also

*مثال.
*.测试
*.測試
*.испытание
*.परीक्षा
*.テスト
*.테스트
*مثال.
*பரிட்சை
*בײַשפּיל.


Wikimedia Foundation. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δοκιμή — proof fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμή — η 1. έλεγχος, εξέταση της ποιότητας ή της ιδιότητας: Πάντα κάνω μια δοκιμή στο φαγητό την ώρα που μαγειρεύω. 2. απόπειρα, προσπάθεια: Κάνε μια δοκιμή για την άσκηση. 3. πρόβα: Πήγε για δοκιμή του καινούριου σακακιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοκιμή — η (AM δοκιμή) [δόκιμος] 1. δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος 2. απόδειξη νεοελλ. 1. δοκιμαστική εκτέλεση συναυλίας, θεατρικού έργου κ.λπ. για την αρτιότερη προετοιμασία του, πρόβα 2. έλεγχος ενδυμάτων, υποδημάτων κ.λπ. από τον αγοραστή για την… …   Dictionary of Greek

  • δοκιμῇ — δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμῆι — δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμέων — δοκιμή proof fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμήν — δοκιμή proof fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”